κακοπαθαίνω

κακοπαθαίνω
κακοπάθησα και κακόπαθα, κακοπαθημένος, υποφέρω, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι: Κακοπαθήσαμε σ' αυτό το ταξίδι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κακοπαθαίνω — 1 κακόπαθα, κακοπαθημένος βλ. πίν. 176 2 κακοπάθησα, κακοπαθημένος βλ. πίν. 50 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κακοπαθαίνω — (Μ κακοπαθαίνω) βλ. κακοπαθώ …   Dictionary of Greek

  • κακοπαθώ — και κακοπαθαίνω (AM κακοπαθῶ, έω, Μ και κακοπαθαίνω) [κακοπαθής] (αμτβ.) πάσχω, υποφέρω, υφίσταμαι συμφορές, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, υποβάλλομαι σε δοκιμασίες («κακοπαθεῑν μὲν πολλάκις, αναπαύσασθαι δὲ μηδέποτε», Λυσ.) νεοελλ. 1. δυστυχώ,… …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”